- γκαρνταρόμπα
- η(λ. ιταλ.), χώρος όπου φυλάσσονται τα ρούχα, βεστιάριο, ιματιοθήκη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γκαρνταρόμπα — η 1. χώρος όπου φυλάσσονται τα ενδύματα, βεστιάριο 2. το σύνολο τών ενδυμάτων ενός ατόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. guarda roba (πρβλ. γαλλ. garderobe)] … Dictionary of Greek
ενδυματολόγιο — το 1. το σύνολο τών ενδυμασιών, τών κοστουμιών που χρησιμοποιούνται σε θεατρική παράσταση, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. το σύνολο τών ενδυμάτων κάποιου, η γκαρνταρόμπα … Dictionary of Greek
ιματιοφυλάκιο — το (Α ἱματιοφυλάκιον και εἱματιοφυλάκιον) ιματιοθήκη νεοελλ. ιδιαίτερος χώρος δημόσιου κέντρου στον οποίο οι θαμώνες αφήνουν τα επανωφόρια ή τα καπέλα τους, γκαρνταρόμπα … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
βεστιάριο — το (λ. λατ.) 1. ιματιοθήκη, γκαρνταρόμπα σε δημόσιο χώρο: Κάθε αίθουσα εκδηλώσεων πρέπει να διαθέτει και ένα τουλάχιστον βεστιάριο. 2. ο χώρος όπου φυλάσσεται το σύνολο των ενδυμασιών των ηθοποιών ενός θιάσου: Το εθνικό θέατρο έχει το πλουσιότερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιματιοθήκη — η 1. ντουλάπα για τα ρούχα. 2. αίθουσα για την απόθεση των ενδυμάτων. 3. σύνολο ενδυμάτων, γκαρνταρόμπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)